κυανώπης

κυανώπης
κῠᾰν-ώπης, ες,
A dark-eyed, [ἵπποι] Opp.C.1.307:—fem. [suff] κῠᾰν-ῶπις, ιδος

, Ἀμφιτρίτη Od.12.60

, cf. Hes.Sc.356;

Νύμφαι Anacr.2.2

;

Μοῦσα IG 14.1942

;

νᾶες κυανώπιδες B.12.160

, cf. A.Pers.559 (lyr.), Supp.743 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυανώπης — κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ. β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.) 2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ώπης (< ὤψ,… …   Dictionary of Greek

  • κυανώπις — κυανῶπις, ιδος, ἡ (Α) βλ. κυανώπης …   Dictionary of Greek

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”